Όταν ήμουν μικρή ή, καλύτερα, όταν έμενα ακόμα με τους γονείς μου, τρώγαμε πολύ. Και πολύ και καλά. Η μαμά μου μαγείρευε κάθε μέρα, συχνά 2 φαγητά για να έχουμε ποικιλία (Kακομαθημένα; Ενδεχομένως.)
Δεν ξέρω αν ήταν κάποιο κατάλοιπο από τα όχι και τόσο εύρωστα παιδικά χρόνια των δικών μου (η γιαγιά μου είχε σίγουρα κατοχικό σύνδρομο και σε μπούκωνε, ήθελες δεν ήθελες, χυμό-λουκούμι-ψωμί-βυσσινάδα – ό,τι είχε φτιάξει μόλις), αλλά είχαμε πάντα γεμάτα πιάτα φαγητού. Και όταν λέω γεμάτα, εννοώ τα μακαρόνια-βουνό στο πιάτο ή 18 ντολμαδάκια στη μερίδα ή ένα μπωλ σε μέγεθος γυάλας για χρυσόψαρο φακές με ψωμί με τόνο και φέτα από δίπλα.
Και κάπως έτσι, έμαθα να τρώω για να χορτάσει το μάτι μου.
Αν το πιάτο δεν ήταν ασφυκτικά γεμάτο, προκαταβολικά σκεφτόμουν ότι δεν θα χορτάσω. Πήγαινα στα σπίτια των φιλενάδων μου να παίξουμε τα ΣΚ και, όταν οι μαμάδες τους μας έβαζαν να φάμε, κοιτούσα με απορία τη μερίδα που μου βάλανε, σκεπτόμενη «γιατί τρώνε τόσο λίγο / καλά, θα χορτάσουν με 3 λαχανοντολμάδες / μήπως με είδαν μπαμπάτσικο και επίτηδες μου έβαλαν τόσο λίγο» και άλλα τέτοια.
Αυτό το συνήθειο ήρθε μαζί μου και όταν έμεινα για πρώτη φορά μόνη μου. Γιατί να φάω 1 τοστάκι για βραδινό, αφού μπορώ να φάω 2, για να χορτάσω; Ντροπή να παραγγείλω 1 πιτόγυρο, κι ας μην πεινάω πολύ, φυσικά όλοι ξέρουν ότι παίρνεις 2 και έξτρα μερίδα πατάτες. Η μερίδα μακαρόνια είναι 2 πιάτα, δεν χορταίνεις με τίποτα λιγότερο.
Έφτανα συχνά σε τέτοιο σημείο κορεσμού που ένιωθα να σκάω, αλλά δεν άφηνα τίποτα να πάει χαμένο; Τις περισσότερες φορές.
Μεγαλώνοντας, όσο άρχισα να βγαίνω πιο συχνά για φαγητό ως έξοδο/διασκέδαση, απορούσα με τις fine dining μερίδες. Ποιος άνθρωπος χορταίνει με μερίδα κρέας σε μέγεθος κύβου Κνορ και 2 πιτσιλιές πουρέ από δίπλα; Κανείς, εγώ θα σας πω.
Όταν χρειάστηκε να ακολουθήσω συστηματική διατροφή με ειδικό, για να χάσω αρκετά παραπανίσια κιλά, κάθε φορά που ετοίμαζα τα ταπεράκια μου για το γραφείο, με έπιανε πηχτή θλίψη με τις ποσότητες που μετρούσα και έβαζα στο πιάτο. Τι εννοεί «1 κούπα μακαρόνια»; Τόσα τρώω από την κατσαρόλα, για να δω εάν έβρασαν.
Συγγνώμη, αλλά με αυτά δεν χορταίνει το μάτι!
Σιγά σιγά, όσο περνούσε ο καιρός με τη μετρημένη διατροφή, αλλά και όσο πλήθαιναν οι έξοδοι σε εστιατόρια με μερίδες για Playmobil, κάτι άρχισε να αλλάζει στην αντίληψή μου.
Το μάτι μου άρχισε να χορταίνει, όχι επειδή η μερίδα ήταν λουκούλεια, αλλά επειδή το πιάτο είχε χρώματα, υφές, εντάσεις, αναπάντεχους συνδυασμούς.
Άρχισα να φτιάχνω ταπεράκια με στήσιμο πιάτου, ώστε μόλις το ανοίγω στο γραφείο, να χαίρομαι και να χορταίνω πρωτίστως οπτικά. Με τον καιρό, συνηθίζει και το στομάχι τις νέες μερίδες (θλίβομαι που το παραδέχομαι, αλλά πλέον μου είναι αδύνατον να φάω 1 ολόκληρη πίτσα. Στα 4 κομμάτια σταματώ και δίνω τα ρέστα μου.)
Πού θέλω να καταλήξω όμως; Πουθενά συγκεκριμένα, αφορμή για αυτή τη σκέψη και το κείμενο ήταν μια πρόσφατη έξοδος για φαγητό σε κάποιο νέο, φασέικο εστιατόριο, με μερίδες σε μέγεθος Lego. Πρώτη σκέψη μόλις ήρθαν τα πιάτα; «Πού είναι το υπόλοιπο;»
Και όμως, αφού χόρτασε το μάτι με το πόσο όμορφη και πόσο σωστά τοποθετημένη ήταν η κάθε μπουκιά στο πιάτο, εν τέλει, χόρτασε και το στομάχι μου.